- παρωπίδα
- η / παρωπίς, -ίδος, ΝΜΑη καθεμιά από τής δερμάτινες πλάκες που καλύπτει από τα πλάγια τα μάτια τών ζεμένων ζώωννεοελλ.φρ. «έχω παρωπίδες» ή «φορώ παρωπίδες»μτφ. έχω πολύ περιορισμένο οπτικό πεδίο, δεν βλέπω όλες τις πλευρές κάποιου θέματος, έχω στενή αντίληψηαρχ.μάσκα γυναικεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ωπίς (< *ὤψ, ὠπός «μάτι» < ὄπωπα*), πρβλ. επ-ωπίς].
Dictionary of Greek. 2013.